Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιδεινώσει το οικονομικό κλίμα στην Ευρώπη, σύμφωνα με το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank και, επιπλέον, έχει αυξήσει σημαντικά την αβεβαιότητα για τη μελλοντική οικονομική κατάσταση των καταναλωτών και των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, ο δείκτης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οικονομική αβεβαιότητα (Economic Uncertainty Indicator, EUI) αυξήθηκε σημαντικά, μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου του 2022, σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, ο μέσος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος για την ΕΕ-27 υποχώρησε, στο ίδιο χρονικό διάστημα, κατά 4,1 μονάδες. Στην Ελλάδα, η οικονομική αβεβαιότητα αυξήθηκε πιο ήπια σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-27 μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου του 2022, ενώ ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχώρησε, αντίστοιχα κατά μία μονάδα, παραμένοντας κοντά στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγράψει τα τελευταία 21 έτη. Επιπλέον, η καταναλωτική εμπιστοσύνη στη χώρα μας υποχώρησε σημαντικά, σημειώνοντας τη χαμηλότερη επίδοση μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27.
O Δείκτης Οικονομικής Αβεβαιότητας
Από τον Οκτώβριο του 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμπεριέλαβε στη μηνιαία έρευνα που διεξάγει για το οικονομικό κλίμα, τον Δείκτη Οικονομικής Αβεβαιότητας (Economic Uncertainty Indicator), ο οποίος αποτελεί τον σταθμισμένο μέσο όρο των απαντήσεων επιχειρήσεων από τέσσερις διαφορετικούς τομείς (βιομηχανία, υπηρεσίες, λιανικό εμπόριο και κατασκευές), καθώς και καταναλωτών, σχετικά με το πόσο δυσχερής είναι η διενέργεια προβλέψεων για την επιχειρηματική, ή την οικονομική κατάστασή τους, αντίστοιχα, στην παρούσα συγκυρία.
· στην πορεία του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος, ο οποίος αποτελεί πρόδρομο δείκτη της οικονομικής δραστηριότητας και των συνιστωσών του
· και, τέλος, στις προσδοκίες των καταναλωτών για τη μελλοντική εξέλιξη των τιμών, σε Ελλάδα και ΕΕ-27.
Εβδομαδιαίο Δελτίο Αlpha Bank
Πιο αναλυτικά, ο Δείκτης Οικονομικής Αβεβαιότητας αυξήθηκε αισθητά στις ευρωπαϊκές χώρες, τον Μάρτιο σε σύγκριση με τον Ιανουάριο, εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία και της αβεβαιότητας που απορρέει για τη μελλοντική οικονομική κατάσταση επιχειρήσεων και καταναλωτών, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να έχουν σημειωθεί σε Φινλανδία (17 μονάδες), Αυστρία (14,3 μονάδες), Λιθουανία (13,7 μονάδες) αλλά και στη Γερμανία (13,5 μονάδες). Στη χώρα μας, η αύξηση, αν και αξιοσημείωτη, ήταν ελαφρώς ηπιότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (8,7 μονάδες), καθώς ανήλθε σε 7,2 μονάδες.
Από τους επιμέρους δείκτες, στην ΕΕ-27, η αβεβαιότητα στη βιομηχανία έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη άνοδο, εντός του διμήνου Φεβρουαρίου-Μαρτίου (12,9 μονάδες), σε σύγκριση με τους υπόλοιπους τομείς. Στην Ελλάδα, αντίθετα, οι καταναλωτές παρουσιάζονται περισσότερο αβέβαιοι σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις για την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασής τους, καθώς ο σχετικός δείκτης αυξήθηκε, τον Μάρτιο, σε σχέση με τον Ιανουάριο κατά 36,5 μονάδες.
Τέλος, η αβεβαιότητα στον τομέα των υπηρεσιών μειώθηκε σημαντικά, τον περασμένο μήνα, στη χώρα μας, σε σύγκριση με τον Ιανουάριο, γεγονός που ενδεχομένως συνδέεται με τη σταδιακή υποχώρηση των μέτρων κατά της πανδημίας και τις θετικές ενδείξεις για περαιτέρω ανάκαμψη του τουρισμού, κατά το τρέχον έτος. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία, οι διεθνείς αφίξεις στο Διεθνές Αεροδρόμιο της Αθήνας το πρώτο τρίμηνο του 2022, σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο πέρυσι, τετραπλασιάστηκαν.
Η ρωσική εισβολή και ο πληθωρισμός
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στο τέλος Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους, έχει εντείνει τις πληθωριστικές πιέσεις, πρωτίστως σε προϊόντα ενέργειας, δεδομένης της ενεργειακής εξάρτησης της ΕΕ-27 από τη Ρωσία. Στον οριζόντιο άξονα μετράται η ενεργειακή εξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών από τη Ρωσία, δηλαδή οι εισαγωγές προϊόντων ενέργειας από τη Ρωσία, ως ποσοστό της ακαθάριστης διαθέσιμης ποσότητας ενέργειας, ενώ στον κάθετο άξονα αναπαρίσταται η ετήσια μεταβολή του δείκτη τιμών προϊόντων ενέργειας, μεταξύ Δεκεμβρίου 2021 και Φεβρουαρίου 2022 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία Eurostat). Η Ελλάδα, μαζί με τη Λιθουανία, τη Σλοβακία, τη Φινλανδία αλλά και τη Γερμανία απεικονίζονται στο πάνω δεξιά τεταρτημόριο, καθώς τόσο η εξάρτησή τους από τα ρωσικά καύσιμα, όσο και η άνοδος του ΕνΔΤΚ-Ενέργεια, εντός του πρώτου διμήνου του τρέχοντος έτους, υπερέβησαν τους αντίστοιχους μέσους όρους της ΕΕ-27. Το γεγονός αυτό συμβαδίζει με τη αυξημένη αβεβαιότητα που επικρατεί σε Φινλανδία, Λιθουανία και Γερμανία.
Στην Ελλάδα, αν και η εξάρτηση από τις εισαγωγές προϊόντων ενέργειας από τη Ρωσία υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο όρο της ΕΕ-27 (46,5%, έναντι 24,4%) και ο ΕνΔΤΚ-Ενέργεια σημείωσε μεγαλύτερη άνοδο μεταξύ Δεκεμβρίου 2021 και Φεβρουαρίου 2022 (11,1%, έναντι 8,1%, αντίστοιχα), η αβεβαιότητα αυξήθηκε πιο ήπια, εξαιτίας των ευνοϊκών προοπτικών του τομέα των υπηρεσιών στο μεταπανδημικό τοπίο που αντιστάθμισε μερικώς την άνοδο της αβεβαιότητας σε άλλους τομείς και στους καταναλωτές. Σε επτά από τις χώρες που απεικονίζονται στο γράφημα, μεταξύ των οποίων η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, η άνοδος των τιμών των προϊόντων ενέργειας ήταν συγκριτικά περιορισμένη, τον Φεβρουάριο, σε σύγκριση με το τέλος του 2021, ενώ και η ενεργειακή εξάρτηση των χωρών αυτών από τη Ρωσία είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ-27.
Επιπρόσθετα, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος σημείωσε πτώση, στις 24 από τις 27 χώρες της ΕΕ, μεταξύ Ιανουαρίου και Μαρτίου 2022. Από τις επιμέρους συνιστώσες του δείκτη, τις μεγαλύτερες πτώσεις στο ίδιο χρονικό διάστημα, κατά μέσο όρο στην ΕΕ-27, κατέγραψαν η καταναλωτική εμπιστοσύνη και η βιομηχανία. Στην Ελλάδα, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος διαμορφώθηκε, τον Μάρτιο, σε 113,2 μονάδες από 114,2 μονάδες, τον Ιανουάριο (Γράφημα 3α), που ήταν η υψηλότερη τιμή του από τον Δεκέμβριο του 2000. Η υποχώρηση του δείκτη προήλθε κυρίως από την πτώση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, κατά 4,3 μονάδες, καθώς επανήλθε περίπου στο επίπεδο του Νοεμβρίου του 2020, μήνας κατά τον οποίο επιβλήθηκαν εκ νέου μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς το δεύτερο κύμα της πανδημίας Covid-19 ήταν σε εξέλιξη. Αντίθετα, άνοδο σημείωσαν οι επιχειρηματικές προσδοκίες στις κατασκευές, στην Ελλάδα, τον Μάρτιο, σε σύγκριση με τον Ιανουάριο. Οι εκτιμήσεις των καταναλωτών για την τρέχουσα οικονομική κατάστασή τους, αλλά και για την εξέλιξή της το επόμενο δωδεκάμηνο, ήταν οι δύο από τις μεταβλητές του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης που πρωτίστως οδήγησαν στην πτώση του, στο διάστημα Φεβρουαρίου-Μαρτίου 2022.
Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Παράλληλα, οι προβλέψεις των καταναλωτών για την εξέλιξη των τιμών, κατά τους επόμενους 12 μήνες, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην ΕΕ-27, είναι έντονα ανοδικές, από τον Σεπτέμβριο του 2021 και μετά, ενώ, τον Μάρτιο, αυξήθηκαν σε σύγκριση με τον Ιανουάριο, κατά 10,9 και 20 μονάδες αντίστοιχα (Γράφημα 4). Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα οι καταναλωτές ανέμεναν, μέχρι και τον Ιούλιο του 2021, πτώση του επιπέδου τιμών, ενώ οι ετήσιες μεταβολές του ΕνΔΤΚ ήταν αρνητικές, από τον Απρίλιο του 2020, μέχρι και τον Μάιο του 2021. Οι προβλέψεις των καταναλωτών για τις τιμές συμβαδίζουν σε γενικές γραμμές με την άνοδο του επιπέδου τιμών, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 4. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat) ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) της Ευρωζώνης, κατέγραψε τον Μάρτιο ετήσια αύξηση ύψους 7,5%, με την αντίστοιχη άνοδο των τιμών για τα προϊόντα ενέργειας να έχει διαμορφωθεί σε 44,7%. Στην Ελλάδα, βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, ο ΕνΔΤΚ αυξήθηκε τον Μάρτιο κατά 8%, σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2021.
Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος