Πώς λειτουργεί η ηλεκτρονική πλατφόρμα που τέθηκε χθες σε λειτουργία και ποιους αφορά.
Ευκολότερη και πιο διαφανής καθίσταται η διαδικασία ρύθμισης δανείων για οφειλέτες που δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, μέσω νέας ηλεκτρονικής πλατφόρμας που τέθηκε χθες σε λειτουργία.
Ρυθμίσεις δανείων: Ανεβάζουν ταχύτητα εξωδικαστικός και «διμερείς συμφωνίες»
Πρόκειται για μία online εφαρμογή μέσω της οποίας με δομημένο τρόπο οι δανειολήπτες έρχονται σε απευθείας επικοινωνία με την τράπεζά τους, για την εξέταση λύσεων ελάφρυνσής τους, στη βάση του αναθεωρημένου Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών.
Μέσω αυτής, τόσο φυσικά, όσο και νομικά πρόσωπα, μπορούν να ρυθμίσουν τα δάνειά τους σε διμερές επίπεδα, υποβάλλοντας τη σχετική αίτηση ηλεκτρονικά.
Σύμφωνα με τη Θεώνη Αλαμπάση, Γενική Γραμματέα Χρηματοπιστωτικού Τομέα, η εξέλιξη αυτή είναι πολύ σημαντική για τους δανειολήπτες, καθώς:
– Αφορά και πολύ μικρές οφειλές για τις οποίες λόγω ποσού δεν μπορεί να γίνει αίτηση στον εξωδικαστικό μηχανισμό
– Απλοποιείται προς όφελος του πολίτη η υποβολή αιτήσεως, καθώς όλα τα απαιτούμενα έγγραφα αντλούνται ηλεκτρονικά
– Εξασφαλίζεται η δομημένη διεξαγωγή των προβλεπόμενων διαδικασιών ώστε να παρέχεται η καταλληλότερη λύση
– Ενισχύεται η διαφάνεια της διαδικασίας και η ευχερέστερη άσκηση εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος
– Ενημερώνεται άμεσα ο δανειολήπτης που τυχόν θα χαρακτηριστεί ως “μη συνεργασιμος”, ώστε να υποβάλει ένσταση
– Δίνεται η δυνατότητα παροχής μίας ή περισσοτέρων λύσεων ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του δανείου και τα οικονομικά στοιχεία του οφειλέτη
Ο κώδικας δεοντολογίας
Σημειώνεται ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας αποτελεί ένα θεσμοθετημένο πλαίσιο εξωδικαστικής επίλυσης για δάνεια που δεν είχαν καταγγελθεί πριν από την 01.01.2015.
Με αυτόν θεσπίζονται οι γενικές αρχές συμπεριφοράς και υιοθετούνται βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες έχουν ως στόχο την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, την αμοιβαία δέσμευση και την ανταλλαγή της αναγκαίας πληροφόρησης μεταξύ δανειολήπτη και ιδρύματος.
Με τον τρόπο αυτό κάθε πλευρά είναι σε θέση να σταθμίσει τα οφέλη ή τις συνέπειες εναλλακτικών λύσεων εξυπηρέτησης (λύσεις ρύθμισης) ή οριστικού διακανονισμού (λύσεις οριστικής διευθέτησης).
Επίσης, λαμβάνεται ειδική μέριμνα για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, για κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και για περιπτώσεις δανείων με πολλαπλούς πιστωτές.
Στόχος είναι να αποτελέσει το πρώτο βήμα πριν καταλήξει μία υπόθεση στα δικαστήρια, με την εξάντληση όλων των περιθωρίων για την εξεύρεση μίας κοινά αποδεικτής λύσης.
Οι προσφερόμενες λύσεις
Οι λύσεις που παρέχει ο Κώδικας Δεοντολογίας μπορεί να είναι προσωρινές ή οριστικές.
Ως διευθέτηση δανείων νοείται μια λύση ρύθμισης οφειλών που δύναται να περιλαμβάνει για παράδειγμα την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, τη μειωμένη δόση πληρωμής, την προσωρινή καταβολή μόνο τόκων, το διαχωρισμό της οφειλής, τη διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης.
Για τον καθορισμό της, εξετάζονται τα διαθέσιμα εισοδήματα (δηλ. έσοδα μείον (-) εύλογες δαπάνες διαβίωσης), καθώς και η περιουσία του δανειολήπτη όπως επίσης και όσων συνδέονται μαζί του π.χ. σύζυγος, εξαρτώμενα ενήλικα μέλη και η περιουσία των συνοφειλετών και εγγυητών του.
Τα όρια των ευλόγων δαπανών διαβίωσης, δηλ. των αποδεκτών εξόδων της οικογένειας, έχουν καθοριστεί από την ΕΛΣΤΑΤ και προσαυξάνονται σε ειδικές / έκτακτες περιπτώσεις (π.χ. ασθένεια, αναπηρία κλπ).
Οι τύποι των λύσεων που προσφέρονται είναι προκαθορισμένοι, ενώ είναι δυνατή ο συνδυασμός προτάσεων αναδιάρθρωσης. Πρόκειται για τους εξής:
– Τύποι βραχυπρόθεσμων ρυθμίσεων
Ως βραχυπρόθεσμοι τύποι ρυθμίσεων θεωρούνται οι τύποι ρύθμισης με διάρκεια έως και δύο έτη που αφορούν σε περιπτώσεις όπου οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται, βάσιμα, προσωρινές.
(α) Κεφαλαιοποίηση Ληξιπρόθεσμων Οφειλών : H κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και η αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου.
(β) Τακτοποίηση Ληξιπρόθεσμων Οφειλών : Συμφωνία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα.
(γ) Μειωμένη Δόση Μεγαλύτερη των Οφειλόμενων Τόκων : Μείωση της τοκοχρεωλυτικής δόσης αποπληρωμής σε επίπεδο που υπερβαίνει αυτό που αντιστοιχεί σε αποπληρωμή μόνο τόκων για καθορισμένη βραχυπρόθεσμη περίοδο.
(δ) Καταβολή μόνο Τόκων : Κατά τη διάρκεια καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου καταβάλλονται μόνο τόκοι.
(ε) Μειωμένη Δόση Μικρότερη των Οφειλόμενων Τόκων: Μείωση της τοκοχρεωλυτικής δόσης αποπληρωμής σε επίπεδο μικρότερο από αυτό που αντιστοιχεί σε αποπληρωμή μόνο τόκων για καθορισμένη βραχυπρόθεσμη περίοδο. Οι ανεξόφλητοι τόκοι κεφαλαιοποιούνται ή διευθετούνται.
(στ) Περίοδος Χάριτος : Αναστολή πληρωμών για προκαθορισμένη περίοδο. Οι τόκοι κεφαλαιοποιούνται ή διευθετούνται.
– Τύποι μακροπρόθεσμων ρυθμίσεων
Κατατάσσονται οι τύποι ρύθμισης με διάρκεια μεγαλύτερη των 2 ετών, με στόχο τη μείωση της τοκοχρεωλυτικής δόσης ή/και της δανειακής επιβάρυνσης, λαμβάνοντας υπόψη συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής.
Μπορεί να περιλαμβάνουν τα εξής:
(α) Μείωση Επιτοκίου : Μείωση του επιτοκίου ή του επιτοκιακού περιθωρίου.
(β) Παράταση Διάρκειας : Επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου (δηλαδή μετάθεση της συμβατικής ημερομηνίας καταβολής της τελευταίας δόσης του δανείου για περισσότερα από δύο έτη).
(γ) Διαχωρισμός Οφειλής : Διαχωρισμός της οφειλής του δανειολήπτη σε δύο τμήματα :
i) το τμήμα του δανείου, το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει, με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του, και
ii) το υπόλοιπο τμήμα του δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δύο μέρη.
(δ) Μερική Διαγραφή Οφειλής: Οριστική διαγραφή μέρους της συνολικής απαίτησης του ιδρύματος, ώστε η εναπομένουσα οφειλή να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.
(ε) Λειτουργική Αναδιάρθρωση Επιχείρησης: Αναδιοργάνωση της επιχείρησης, ώστε να καταστεί βιώσιμη και ικανή για την ομαλή εξυπηρέτηση των οφειλών της. Η αναδιοργάνωση μπορεί να περιλαμβάνει ενέργειες όπως η αλλαγή διοίκησης, η πώληση περιουσιακών στοιχείων, ο περιορισμός του κόστους, ο εταιρικός μετασχηματισμός, η ανανέωση πιστωτικών ορίων ή/και η παροχή νέων δανείων.
(στ) Συμφωνία Ανταλλαγής Χρέους με Μετοχικό Κεφάλαιο: Μετατροπή μέρους της οφειλής σε μετοχικό κεφάλαιο, ώστε η εναπομένουσα οφειλή να διαμορφωθεί σε ύψος που εκτιμάται ότι είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί ομαλά.
– Λύσεις Οριστικής Διευθέτησης
Ως λύση οριστικής διευθέτησης ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους της συμβατικής σχέσης μεταξύ ιδρύματος και δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής, με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του ιδρύματος έναντι του δανειολήπτη.
Η λύση αυτή μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική) στο ίδρυμα των πραγμάτων επί των οποίων έχει συσταθεί εμπράγματη ασφάλεια προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμα και με οικειοθελή εκποίηση των πραγμάτων επί των οποίων έχει συσταθεί εμπράγματη ασφάλεια προς τακτοποίηση της απαίτησης.
Η διαδικασία βήμα – βήμα
Σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο, ο δανειολήπτης καθώς και οι εγγυητές των οφειλών του, πρέπει να προβούν στα παρακάτω βήματα για την ρύθμιση της οφειλής τους:
– Βήμα 1 : Είσοδος στην ηλεκτρονική πλατφόρμα του Κώδικα Δεοντολογίας και δημιουργία αίτησης (με χρήση κωδικών taxisnet) προς έναν μόνο χρηματοδοτικό φορέα ανά αίτηση.
– Βήμα 2: Πραγματοποίηση άρσης τραπεζικού απορρήτου.
– Βήμα 3: Άντληση δεδομένων και συμπλήρωση στοιχείων που δεν υπάρχουν ήδη ηλεκτρονικά καταχωρημένα.
Η ορθή και πλήρης συμπλήρωση των στοιχείων της αίτησης (με πλήρη καταγραφή όλων των οικονομικών και άλλων στοιχείων, δηλαδή όλων των εσόδων / εισοδημάτων από όλες τις πηγές ακόμα και μελλοντικών εσόδων καθώς και όλων των εξόδων που απαιτούνται για τη διαβίωση όλων όσων διαμένουν στο ίδιο σπίτι), καθώς και η επισύναψη όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών, αποτελεί υποχρέωση και είναι προς όφελος του δανειολήπτη.
Αποτελεί ένα ιδιαιτέρως κρίσιμο σημείο διότι οποιοδήποτε ποσό χρημάτων περισσεύει (αφού καλυφθούν όλα τα έξοδα της οικογένειας), σημαίνει ότι θα πρέπει να δοθεί στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα για την αποπληρωμή των δανείων.
Στην περίπτωση εταιρείας ή επιχειρηματικής δραστηριότητας, τότε θα πρέπει να κατατεθούν και όλα τα οικονομικά της στοιχεία όπως και ένα επιχειρηματικό σχέδιο (business plan) για την τεκμηρίωση των εσόδων – εξόδων και την οικονομική πορεία της επιχείρησης.
Σε περίπτωση ελλιπούς συμπλήρωσης των στοιχείων αυτών, τότε το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δύναται να κατατάξει τον δανειολήπτη και εγγυητή στην κατηγορία του μη συνεργάσιμου δανειολήπτη.
Αυτό σημαίνει ότι δεν συνεργάζεται για την παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών, με σκοπό να διαπιστωθεί αν όντως έχει οικονομική αδυναμία ή αποτελεί στρατηγικό κακοπληρωτή. Μια τέτοια ανεπιθύμητη εξέλιξη θα δυσχεραίνει τη θέση του δανειολήπτη, καθώς θα διακόψει την διαδικασία ένταξής του στον Κώδικα Δεοντολογίας.
Προς αποφυγή μίας τέτοιας δυσάρεστης για τον δανειολήπτη κατάστασης θα πρέπει να είναι συνεργάσιμος. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δίνονται στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα όλες οι σχετικές πληροφορίες χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε υποχρέωση αποδοχής σε καθετί που ζητά το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, αφού αρκετά θέματα αποτελούν σημείο διαπραγμάτευσης μεταξύ πιστωτή και δανειολήπτη.
– Βήμα 4: Υποβολή οριστικής αίτησης.
– Βήμα 5: Αξιολόγηση της αίτησης από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.
– Βήμα 6: Κάθε ίδρυμα παρέχει πρόταση μιας ή περισσότερων εναλλακτικών λύσεων ρύθμισης και, αν καμία εξ αυτών δεν συμφωνηθεί, λύση οριστικής διευθέτησης.
– Βήμα 7: Αξιολόγηση των προτάσεων από τον δανειολήπτη, ο οποίος επιλέγει αν θα την αποδεχτεί ή αν θα την απορρίψει ή αν θα προτείνει εναλλακτική αντιπρόταση εντός 15 εργασίμων ημερών.
Εφόσον ο αιτών έχει επιλέξει να κάνει αντιπρόταση, το Ίδρυμα οφείλει να την αξιολογήσει εντός ενός μήνα από την παραλαβή της και
(α) είτε να συναινέσει με την αντιπρόταση
(β) είτε να απαντήσει με «γραπτή επικοινωνία» ότι την απορρίπτει και ότι παραμένει ενεργή η αρχική του πρόταση, με τη βασική σχετική τεκμηρίωση
(γ) είτε να υποβάλει νέα πρόταση, η οποία είναι η τελική.
Σε κάθε περίπτωση, το Ίδρυμα θα πρέπει να υποβάλει τελική πρόταση στην οποία να επισημαίνει αν αυτή περιλαμβάνει αποδοχή της αντιπρότασης του αιτούντα, διατήρηση της αρχικής πρότασης ή νέα πρόταση σε απάντηση της αντιπρότασης του αιτούντα.
Πηγή:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ