Εξαρτημένη Εργασία και Άλλα Είδη Συμβάσεων
Σύμβαση είναι η συμφωνία γραπτή ή προφορική βάση της οποίας ένα ορισμένο άτομο που καλείται μισθωτός, αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του για ορισμένο ή αόριστο χρόνο σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο (εργοδότης),έναντι συμφωνημένου μηνιαίου μισθού ή ημερομισθίου.
Σύμβαση Εξαρτημένης Εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου, βάση της οποίας ο εργαζόμενος αναλαμβάνει την κύρια υποχρέωση να παρέχει την εργασία του στον εργοδότη, υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του και ο εργοδότης την κύρια υποχρέωση καταβολής του μισθού. Το κριτήριο που χαρακτηρίζει μία σύμβαση ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι η προσωπική εξάρτηση, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο, αναφορικά με τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς τις οδηγίες του, άσχετα με το εάν ο εργοδότης ασκεί έμπρακτα το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο.
Σύμβαση Έργου
Σύμβαση έργου υπάρχει όταν ένα πρόσωπο (εργολάβος) αναλαμβάνει έναντι ενός άλλου προσώπου (εργοδότη/κυρίου του έργου) την υποχρέωση εκτέλεσης ορισμένου έργου έναντι αμοιβής. Το κύριο στοιχείο που διακρίνει τη σύμβαση εργασίας από τη σύμβαση έργου είναι ότι στην περίπτωση της σύμβασης εργασίας ενδιαφέρει η παροχή της εργασίας ανεξαρτήτως συγκεκριμένου αποτελέσματος, ενώ στην περίπτωση της σύμβασης έργου ενδιαφέρει το αποτέλεσμα της εκτέλεσης ορισμένου έργου.
Σύμβαση Ανεξαρτήτων Υπηρεσιών
Σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών υπάρχει, όταν ο παρέχων ανεξάρτητες υπηρεσίες αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι ενός προσώπου, για παροχή εργασίας χωρίς όμως να υπόκειται στην εποπτεία και τον έλεγχο του αντισυμβαλλομένου του. Κύριο χαρακτηριστικό, επομένως της σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών είναι η ανάπτυξη πρωτοβουλίας και η ανεξαρτησία ως προς τον καθορισμό του τόπου, του χρόνου και του τρόπου παροχής της εργασίας, κάτι που βασικά δεν συμβαίνει στην περίπτωση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.
Ειδικές μορφές απασχόλησης
Για τις ειδικές μορφές απασχόλησης, όπως η κατ΄ οίκον απασχόληση, η τηλεργασία, το φασόν, θεσπίστηκε με το Ν. 2639/1998, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 3846/2010 τεκμήριο υπέρ της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.3846/2010 «η συμφωνία μεταξύ εργοδότη και απασχολούμενου για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα εργασίας (φασόν), τηλεργασίας, κατ’ οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον η εργασία παρέχεται αυτοπροσώπως, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον ίδιο εργοδότη για εννέα (9) συνεχείς μήνες».
Η Διάρκεια της Σύμβασης
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εργασιακής σύμβασης είναι η διάρκεια. Η σύμβαση εργασίας είναι δυνατόν να έχει ορισμένη ή αόριστη διάρκεια, οπότε ονομάζεται αντίστοιχα ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές συμβάσεων έγκειται στη λήξη τους.
Σύμβαση ορισμένου χρόνου
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι η σύμβαση εργασίας της οποίας η διάρκεια είναι σαφώς καθορισμένη, γνωρίζουμε δηλαδή επακριβώς το χρονικό σημείο λήξης της, ούτως ώστε όταν φτάσει αυτό, επέρχεται αυτοδικαίως και η λήξη της σύμβασης. Η σύμβαση δε χάνει το χαρακτήρα της ως ορισμένου χρόνου ακόμα και όταν η διάρκειά της δεν ορίστηκε ρητά, προκύπτει όμως από το είδος και το σκοπό της που αφορά την εκτέλεση ορισμένου έργου, οπότε και πρόκειται να διαρκέσει μέχρι να αποπερατωθεί το έργο, το τέλος του οποίου έχει ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη λύση της, χωρίς καταγγελία και καταβολή αποζημίωσης.
Σύμβαση αορίστου χρόνου
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι η σύμβαση της οποίας ούτε ορίσθηκε ρητώς η διάρκεια, ούτε προκύπτει από το είδος ή το σκοπό της σύμβασης.
Ο προσδιορισμός της διάρκειας της σύμβασης εργασίας έχει μεγάλη σημασία, όσον αφορά τον τρόπο λύσης της. Η σύμβαση ορισμένου χρόνου παύει αυτοδικαίως με την πάροδο της συμφωνημένης διάρκειας, χωρίς να απαιτείται καμία δήλωση βουλήσεως από τα μέρη (ΑΚ 669). Αντίθετα, η σύμβαση αορίστου χρόνου λύνεται με μονομερή απευθυντέα δήλωση βούλησης (καταγγελία), στην οποία μπορεί να προβεί καθένα από τα μέρη της σύμβασης.
Η διάκριση της σύμβασης εργασίας σε ορισμένου και αορίστου χρόνου αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι εάν τα μέρη δεν έχουν θέσει (ρητά ή σιωπηρά) στη σύμβαση χρονικό περιορισμό, εάν δηλαδή ο εργαζόμενος έχει προσληφθεί για αόριστο χρόνο, η καταγγελία της σύμβασης από την πλευρά του εργοδότη (απόλυση) υπόκειται σε περιορισμούς και διατυπώσεις, οι οποίες δεν ισχύουν όταν ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο (αρθρ. 1 Ν. 2112/20), οπότε η σύμβαση λύνεται αυτοδικαίως, χωρίς να είναι αναγκαία, αλλά ούτε και δυνατή μια καταγγελία.
Τρόπος Σύναψης της Εργασίας
Η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας γίνεται κατά κανόνα άτυπα, με μόνη την σύμπτωση της βούλησης των δύο μερών, του εργοδότη και του εργαζόμενου. Μπορεί να καταρτισθεί είτε εγγράφως με ιδιωτικό έγγραφο, είτε προφορικά ή και σιωπηρά με την παροχή της εργασίας από το μισθωτό και την αποδοχή της από τον εργοδότη ή τον αντιπρόσωπό του.
Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες ατομικών συμβάσεων εργασίας όπου ρητώς από το νόμο απαιτείται να συνάπτονται με ορισμένο τύπο π.χ. ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας εκ περιτροπής ή μερικής απασχόλησης.
Ενημέρωση εργαζομένων για τους όρους της σύμβασης εργασίας τους
Ανεξαρτήτως αν η σύμβαση εργασίας καταρτίστηκε προφορικά ή γραπτά, ο εργοδότης υποχρεούται, σύμφωνα με το Π.Δ. 156/1994, να γνωστοποιήσει στον εργαζόμενο τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας.
Συγκεκριμένα η ενημέρωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
- τα στοιχεία ταυτότητας των συμβαλλομένων μερών.
- τον τόπο παροχής εργασίας, την έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη.
- την θέση ή την ειδικότητα του εργαζομένου, το βαθμό του, την κατηγορία απασχόλησής του και το αντικείμενο εργασίας του.
- την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης εργασίας ή της σχέσης εργασίας και τη διάρκεια αυτής, αν καταρτίζεται για ορισμένο χρόνο.
- τη διάρκεια της άδειας με αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος καθώς και τον τρόπο και χρόνο χορήγησής της.
- το ύψος της αποζημίωσης που οφείλεται και τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούν εργοδότης και εργαζόμενος, σύμφωνα µε την ισχύουσα νομοθεσία, σε περίπτωση λύσεως της σύμβασης εργασίας ή της σχέσης εργασίας µε καταγγελία.
- τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργαζόμενος και την περιοδικότητα καταβολής τους.
- τη διάρκεια της κανονικής ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργαζόμενου.
- αναφορά της συλλογικής ρύθμισης που έχει εφαρμογή και καθορίζει τους ελάχιστους όρους αμοιβής και εργασίας του εργαζόμενου.
Η πληροφόρηση για τα στοιχεία 5, 6, 7 και 9 μπορεί να γίνεται και με παραπομπή στις ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη αφορά όλους τους εργαζόμενους, οι οποίοι απασχολούνται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, με μόνη εξαίρεση αυτούς των οποίων η συνολική διάρκεια απασχόλησης δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα και τους εργαζόμενους σε μη συστηματικές αγροτικές απασχολήσεις.
Η ενημέρωση γίνεται με παράδοση στον εργαζόμενο, δύο μήνες το αργότερο από την έναρξη της εργασίας του, γραπτής σύμβασης εργασίας ή άλλου εγγράφου, υπό τον όρο ότι αυτό θα περιλαμβάνει τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας. Αν η σύμβαση ή σχέση εργασίας για οποιοδήποτε λόγο διαρκέσει λιγότερο από δύο μήνες, το ανωτέρω έγγραφο παραδίδεται στον εργαζόμενο κατά τη λήξη της.
Για κάθε μεταβολή των στοιχείων της συμβάσεως εργασίας, ο εργοδότης πρέπει να συντάσσει σχετικό έγγραφο και να το κοινοποιεί στον εργαζόμενο το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την πραγματοποίηση της μεταβολής. Η ενημέρωση αυτή δεν είναι υποχρεωτική σε περίπτωση που τροποποιούνται διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Η παράλειψη του εργοδότη να χορηγεί στον εργαζόμενο έγγραφο με το οποίο να γνωστοποιούνται οι ουσιώδεις όροι εργασίας, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της σύμβασης εργασίας, επιφέρει όμως κυρώσεις στον εργοδότη.